Στο
πλαίσιο αυτό, ο Αμερικανός οικονομολόγος και
καθηγητής στα Πανεπιστήμια της Άϊοβα και του
Σικάγου, είχε αναπτύξει την θεωρία των ποιοτικών
επενδύσεων στους τομείς της παιδείας και της
υγείας, τονίζοντας ότι η ποιότητα αυτών των δύο
τομέων σε βάθος χρόνου έχει την ίδια, αν όχι
μεγαλύτερη, σημασία στην παραγωγή πλούτου απ’
ό,τι οι παραδοσιακοί συντελεστές παραγωγής. Οι
ανθρώπινες δεξιότητες και η ποιότητά τους
μπορόύν να υπερκαλύψουν τις οποιεσδήποτε
ελλείψεις και ανεπάρκειες σε πλούτο και
παραγωγικές πηγές όπως η ενέργεια και η
αρδεύσιμη γη. Και από την άποψη αυτή, πρέπει να
επισημανθεί ότι κορυφαίοι στοχαστές, όπως ο Αδάμ
Σμιθ και ο Νταίηβιντ Ρικάρντο, δεν μπόρεσαν να
προβλέψουν ότι η εντυπωσιακή ανάπτυξη των
δυτικών βιομηχανικών χωρών πρέπει κατά κύριο
λόγο να αποδοθεί στην ποιότητα του ανθρώπινου
δυναμικού τους.
Κατά τον
Th.W.Schultz, η ποιότητα αυτή —που είναι
συνδεδεμένη άμεσα με το σχολείο και το ποιοτικό
του επίπεδο— δίνει μεγάλη αξία στον ανθρώπινο
χρόνο, ο οποίος, με την σειρά του, γίνεται και
αυτός συντελεστής παραγωγής πλούτου. Δεν είναι
έτσι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι, στον σημερινό
αναπτυγμένο κόσμο, οι τεχνολογικές πρόοδοι
ευνοούν την ταχύτητα σε όλα τα επίπεδα και την
καθιστούν συγκριτικό πλεονέκτημα. Αν αναλογιστεί
κανείς ΠΟΙΟς είναι ο παραγωγικός ρόλος της
ταχύτητας στην μεταφορά γνώσεων, τότε
καταλαβαίνει πόσο σωστός και διορατικός ήταν
πριν 50 και πλέον χρόνια ο Schultz.
Εξάλλου,
εξόχως επίκαιρα είναι και αυτά που έγραφε ο
διάσημος οικονομολόγος στο βιβλίο του
«Επενδύοντας στον Άνθρωπο», όπου τόνιζε ότι οι
επενδύσεις στην εκπαίδευση δεν είναι μία απλή
κατανάλωση αλλά η πιο σοβαρή τοποθέτηση στην
βελτίωση των επιχειρηματικών δεξιοτήτων του
ατόμου, το οποίο έτσι αποκτά σοβαρά ερείσματα
δημιουργικότητας και αναζήτησης της καινοτομίας.
Συνεπώς, η εκπαίδευση και η ποιότητά της
αποτελούν παράγοντα τιθάσσευσης των ανισορροπιών
που μοιραία προκαλούν οι οικονομικοί
νεωτερισμοί.
Στην
βάση αυτών των απόψεων —που ήταν το προϊόν
μακροχρόνιων ερευνών— ο Schultz τόνιζε ότι η
ποιοτική προώθηση των εκπαιδευτικών συστημάτων
στις υπό ανάπτυξη χώρες υπονομεύεται από τις
κατά τόπους γραφειοκρατίες και ελάχιστα
δημοκρατικές πολιτικές εξουσίες, οι οποίες
φοβούνται την διάχυση της γνώσης και την εξ
αυτής δημιουργία κριτικού πνεύματος.
Όντως,
από την άποψη αυτή, ο συγγραφέας του
«Επενδύοντας στον Άνθρωπο» δεν είχε άδικο —χωρίς
αυτό να τον απαλλάξει από αμέτρητες κριτικές και
ξόρκια που δέχθηκε, κυρίως από τους ανθρώπους
του υπαρκτού ολοκληρωτισμού και των ιδεολογικών
συνοδοιπόρων του οι οποίοι, βέβαια, ακόμα και
σήμερα αδυνατούν να εξηγήσουν γιατί χώρες όπως η
Ιαπωνία, η Ελβετία, η Φινλανδία, η Δανία κ.α.,
με σχεδόν μηδενικές πλουτοπαραγωγικές πηγές,
είναι από τις πλουσιότερες στον κόσμο. Ωστόσο, η
απάντηση στην παρατήρηση αυτή είναι σχετικά
απλή. Όλες οι παραπάνω χώρες διαθέτουν υψηλής
ποιότητος ανθρώπινο δυναμικό και από τα πρώτα
στις διεθνείς κατατάξεις εκπαιδευτικά συστήματα.
Έχουν έτσι ένα σοβαρό συγκρητικό πλεονέκτημα στο
επίπεδο της ποιότητος των ανθρώπων, που
μεταφράζεται και σε ποιοτικά ανώτερη
επιχειρηματικότητα.
Αυτή η
τελευταία, κατά τον Theodore W. Schultz, είναι
προϊόν εκπαιδεύσεως και όχι μιας κάποιας δωρεάς
της τύχης. Ναι μεν σε συγκεκριμένα άτομα υπάρχει
έμφυτο το επιχειρηματικό ταλέντο, όμως για να
γονιμοποιηθεί και να δώσει τα μέγιστα
αποτελέσματα έχει ανάγκη και από την σχετική
ποιοτική εκπαίδευση.
Όλες
αυτές οι θεμελιακές για την ανάπτυξη και
ευημερία πτυχές αγνοήθηκαν προκλητικά, κυρίως
στην μεταπολιτευτική Ελλάδα. Συστηματικά δε, οι
κάποιες προσπάθειες που έγιναν για να βελτιωθεί
και να ανέβει ποιοτικά το συνολικό εκπαιδευτικό
μας σύστημα, πολεμήθηκαν λυσσωδώς από
κατεστημένα συμφέροντα και βαθύτατα
αντιδημοκράτες πολιτικούς.
Είναι
λοιπόν επείγον για την χώρα να ρίξει μεγάλο
βάρος στην εκ βάθρων αναμόρφωση του
εκπαιδευτικού της συστήματος, να το
απελευθερώσει από την βάρβαρη γραφειοκρατία και
γελοιες ιδεοληψίες και να το αφήσει να
αναπτυχθεί υπό συνθήκες ανταγωνισμού. Ο υπουργός
αρμόδιος για την παιδεία Κυριάκος Πιερρακάκης
αυτό το γνωρίζει όσο λίγοι. Είναι ζωτική έτσι η
ανάγκη να μπορέσει να προχωρήσει σε ακόμα
βαθύτερες μεταρρυθμίσεις. Αν αυτό δεν συμβεί εδώ
και τώρα, το αύριο των νέων μας αναγγέλλεται
άδηλο, αν όχι ζοφερό. Και ηδη τα πρωτα δειγματα
μιας οδυνηρής εξελιξης ειναι ορατα. Ξεπερνούν
τις 400.000 οι νέοι που έφυγαν απο φθίνουσα
δημογραφικά χώρα και ουδείς γνωρίζει αν ποτέ
επανακάμψουν.
Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος – European Business
Review
|